- μεθυδώτης
- μεθυδώτης και μεθυδότης, ὁ (Α)(ως προσωνυμία τού θεού Διονύσου) αυτός που δίδει ή παρέχει κρασί.[ΕΤΥΜΟΛ. < μέθυ «κρασί» + δώτης και δότης (< δίδωμι), πρβλ. ξενο-δώτης].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μεθυδώτην — μεθυδώτης giver of wine masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεθυδώτας — μεθυδώτᾱς , μεθυδώτης giver of wine masc acc pl μεθυδώτᾱς , μεθυδώτης giver of wine masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μέθυ — το (Α μέθυ, υος) νεοελλ. 1. κάθε μεθυστικό ποτό 2. συνεκδ. κέφι, χιούμορ αρχ. 1. το κρασί 2. η μπίρα («οὐ πίνοντας ἐκ κριθῶν μέθυ», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μέθυ αντιστοιχεί στο προσηγορικό όνομα της IE *medhu «μέλι, υδρόμελι» και συνδέεται με αρχ … Dictionary of Greek
μεθυδότης — μεθυδότης, ὁ (Α) βλ. μεθυδώτης … Dictionary of Greek